κατακλώ

κατακλώ
κατακλῶ, -άω (Α)
1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.)
2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.)
3. καθιστώ κάποιον μαλθακό
4. παθ. κατακλῶμαι, -άομαι
α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα», Αριστοτ.)
β) (για χαρακτήρα) εκθηλύνομαι
γ) είμαι εκνευρισμένος
δ) (για φωνή ή ήχο) διαχέομαι
5. φρ. «κατακλῶ ἐμαυτόν» — χαμηλώνω την ένταση τής φωνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κλῶ «σπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακλῶ — κατακλάω pres imperat mp 2nd sg κατακλάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατακλάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατακλάω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МОЙРА —    • Μοι̃ρα.          Слово это обозначает первоначально часть (Ноm. Od. 20, 171), затем предопределенный человеку срок жизни (μοι̃ρα βιότοιο Ноm. Il. 4, 170), далее предназначенную ему в жизни участь и смерть. Ноm. Il. 3, 101. Ноm. Od. 2, 100.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ακατάκλαστος — ἀκατάκλαστος, ον (Α) [κατακλῶ] 1. όποιος δεν μπορεί να σπάσει ή να λυγίσει, ο ισχυρός 2. αδυσώπητος, ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός …   Dictionary of Greek

  • κατάκλασμα — κατάκλασμα, τὸ (Μ) [κατακλώ] η θραύση …   Dictionary of Greek

  • κατακλαστός — ή, ό (Μ κατακλαστός, όν) [κατακλώ] το ουδ. ως ουσ. το κατακλαστό(ν) (για τον άρτο τής ευχαριστίας) αυτός που έχει ευλογηθεί και κοπεί κατά την Πρόθεση μσν. αυτός που έχει κοπεί σε κομμάτια, τεμαχισμένος …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • περιάδω — ΝΜΑ περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῑα», Λουκιαν.) μσν. αρχ. παθ. περιάδομαι φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.) αρχ. παθ. ηχεί βόμβος γύρω… …   Dictionary of Greek

  • περικατακλώ — άω, Α σπάζω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κατακλῶ «συντρίβω, τσακίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκατακλώ — άω, Α κατακομματιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακλῶ «σπάζω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”