κατακλῶ — κατακλάω pres imperat mp 2nd sg κατακλάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατακλάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατακλάω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОЙРА — • Μοι̃ρα. Слово это обозначает первоначально часть (Ноm. Od. 20, 171), затем предопределенный человеку срок жизни (μοι̃ρα βιότοιο Ноm. Il. 4, 170), далее предназначенную ему в жизни участь и смерть. Ноm. Il. 3, 101. Ноm. Od. 2, 100.… … Реальный словарь классических древностей
ακατάκλαστος — ἀκατάκλαστος, ον (Α) [κατακλῶ] 1. όποιος δεν μπορεί να σπάσει ή να λυγίσει, ο ισχυρός 2. αδυσώπητος, ανένδοτος … Dictionary of Greek
κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός … Dictionary of Greek
κατάκλασμα — κατάκλασμα, τὸ (Μ) [κατακλώ] η θραύση … Dictionary of Greek
κατακλαστός — ή, ό (Μ κατακλαστός, όν) [κατακλώ] το ουδ. ως ουσ. το κατακλαστό(ν) (για τον άρτο τής ευχαριστίας) αυτός που έχει ευλογηθεί και κοπεί κατά την Πρόθεση μσν. αυτός που έχει κοπεί σε κομμάτια, τεμαχισμένος … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
περιάδω — ΝΜΑ περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῑα», Λουκιαν.) μσν. αρχ. παθ. περιάδομαι φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.) αρχ. παθ. ηχεί βόμβος γύρω… … Dictionary of Greek
περικατακλώ — άω, Α σπάζω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κατακλῶ «συντρίβω, τσακίζω»] … Dictionary of Greek
προκατακλώ — άω, Α κατακομματιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek